- πωρώνω
- πωρῶ, -όω, ΝΑ [πῶρος]1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, -όομαιμτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) πωρωμένος, -η, -ο, και πεπωρωμένος, -η, -ο(ν)μτφ. ο ηθικά αναίσθητος, ο ασυνείδητος (α. «πωρωμένος άνθρωπος» β. «ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη», ΚΔ.)αρχ.παθ. α) (για νερό) μεταβάλλομαι σε πώρινο λίθο μέσα σε κύστηβ) σκληραίνωγ) συμπυκνώνομαιδ) (για σάρκα) ναρκώνομαι, αναισθητοποιούμαιε) (για οφθαλμούς) μτφ. τυφλώνομαι, ιδίως από κάποιο πάθος («πεπώρωνται γὰρ ἀπὸ ὀργῆς οἱ ὀφθαλμοί μου», ΠΔ.).
Dictionary of Greek. 2013.